Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ ΜΟΥ ΠΕΦΤΟΥΝ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (μερικά σκάνε και σκοτεινιάζουν πιο πολύ τη νύχτα. Άλλα ξεχνιούνται στο χώμα)

 Τώρα ανεβαίνω προς την οροφή   και η μέρα μου καίει το πρόσωπο.

Κλαίω με κόκκινα δάκρυα.

Από τις τσέπες μου πέφτουν ποιήματα.

Μερικά σκάνε και σκοτεινιάζουν πιο πολύ   τη νύχτα.

Άλλα ξεχνιούνται στο χώμα.

(Είναι βέβαιο ότι μετά από χρόνια   θα θυμηθούνε την έκρηξη

Τη λειτουργία τους δηλαδή   και θ’ αλλοιώσουν τη σύσταση του πληθυσμού).

Τώρα ανεβαίνω προς την οροφή   του δωματίου.

Σαν πίδακας νερού.   Σαν διψασμένο μάτι.

 

Μόλις φτάσω   - μονόχρωμες πεταλούδες θα πεταχτούν

από το αίμα μου -

 

Δυνατός αέρας μου παίρνει τα κόκαλα.

 

Φως.

 

Στιλπνό και ζεστό φως θα χωθεί   ίδιο πουλί κάτω απ’ τη μασχάλη σου.

 

Κάτω περιμένουν    με ανοιχτά στόματα.

[Η ΑΝΑΛΗΨΗ από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975  –κι άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή, την οποία προλογίζει το μότο: «Να ’στε ενοχλητικοί, να ’στε άμμος, όχι το λάδι στα γρανάζια του κόσμου» Gunter Eich]

 


ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Το σπήλαιο μέσα, εκτός από ανθρώπους   έχει κι άλλα θαύματα.

Όπως φως, μουσική, νερό, σκοτάδι

και στη μέση τη νέα μου γυναίκα.

Κόκκινη με ηλεκτρισμένο δέρμα

να διαγράφει τροχιά γύρω από τον εαυτό της.

Ακόμη το σπήλαιο ανάπνεε σιγά και σου θύμιζε κήτος.

 

Μια μέρα, είτε επειδή βαρέθηκε είτε επειδή δίψασε

άρχισε να μετακινείται αργά προς τη θάλασσα.

Ο φύλακας μάταια το φώναζε με το μικρό του όνομα.

Αυτό έφευγε αργά προς τις θάλασσες.

Ο φύλακας βάρεσε συναγερμό.

Μετά νομίζω άρχισε να πετάει κιόλας.

 

Η ΝΥΧΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΣΠΡΗ (στον Τάκη Σινόπουλο)

Το άλλο δωμάτιο είναι χώρα μακρινή.

Έχει ήλιους, δάση και ποταμόπλοια ευτυχισμένα.

Το άλλο δωμάτιο είναι μια χαράδρα   στο μυαλό μου.

Κάνω να πάω σ’ αυτό και βρίσκομαι εδώ.

Εδώ χωρίς αναπνευστική συσκευή

στριμωγμένος με τα έπιπλα και τα βιβλία.

Το ποτάμι σπάει τις πόρτες

και φέρνει μέσα τους νεκρούς των βαλκανικών πολέμων.

Άγρια σλάβικα τραγούδια τρομάζουν τα μάτια μου.

Εσύ υπάρχεις βέβαια και κοιμάσαι την άλλη ζωή σου

σχεδόν πεθαμένη και πολύ αγαπημένη.

Αεροπλάνα διασχίζουν την οροφή

και ρίχνουν αγγέλους – μαζί πετούν

και τον Γκεβάρα στον κήπο –

 

Πετάγομαι έξω τρέχοντας και μια αχτίδα ήλιου

με καρατομεί, λες και είμαι προδότης.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

 

Η ΣΙΩΠΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Η άλλη μέρα είναι ένας άλλος θάνατος

κομμένος και ραμμένος στα μέτρα σου.

Ένας θάνατος ηλεκτρικός   χωρίς πριν και μετά.

Όπως εκεί που τελειώνει

ο ώμος και δυο δάχτυλα κενό

σε χωρίζει από τις φωνές.

 

Με το φασματοσκόπιο βάζω

κάποια τάξη στην ομορφιά σου

που διαθλάται και ρίχνει   τοίχους και ταβάνια.

 

Παγώνω με το λευκό παντού,

το φως να με σημαδεύει

και τη σιωπή να τρίβεται στον ουρανίσκο μου

βογκώντας.

 

ΣΕ ΤΣΟΥΒΑΛΙ

Θα χωρέσεις σ’ αυτό το πράσινο Ποίημα    θες δεν θες

 

Εκεί μέσα είναι ζεστά.

Έχεις χορτάρι, ουρανό και λίγο όνειρο.

Εξάλλου το Ποίημα είναι γυάλινο   και θα κοιτάζεις έξω!..

Πρέπει να καταλάβεις    γιατί επιμένω τόσο.

 

Εκτός αν θέλεις την τύχη μου.

 

-Και τώρα που σου μιλάω    δεν είμαι πουθενά –

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

 

 

Η ΠΡΟΤΟΜΗ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975):

Κυριακή πρωί, γυαλίζει όλη η χώρα.

Ο Κώστας Καρυωτάκης  «αποκαταστημένος» πια

σε άγαλμα, μαύρος και γελώντας πυροβολεί.

 

Αν δεν είχανε κάνει όλες τις μέρες

καθαρές Κυριακές ακόμη αν δεν συνέβαιναν

αυτά και τα άλλα που ετοιμάζουν

θα έτρεχα τώρα πάνω στη λίμνη

στα Γιάννινα κυνηγώντας τη μουσική σου

με το κεφάλι του Πασά στο χέρι.

 

Αχ, θα έτρεχα πλάι στο κορμάκι σου.

 

Ο ΔΙΑΚΟΠΤΗΣ και το ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΘΕΡΜΟΜΕΤΡΟ

Φώτα ανάβουν. Φώτα σβήνουν.

-Ξέρεις εκείνο το κλικ. Αλλά με ξένο χέρι –

Η μνήμη μου ανεβοκατεβαίνει   σαν θερμόμετρο.

Μια πάνω. Μια κάτω.

-Φυσικό είναι που έσπασε –

 

Στο διάβολο τα φώτα σας

με στραβώσανε και μου ’σβησε

το κεράκι μου.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

 

 

ΑΝΑΣΤΡΟΦΟ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Η ζωή μου ανάστροφος κρεμαστός κήπος,

βγάζει καπνούς σαν χαλασμένο τρένο.

Το αίμα σφυρίζει γύρω τριγύρω.

Η μνήμη μου σφιγμένη τανάλια

σπάει το καρύδι του μυαλού μου.

Ποντίκια τρώνε την ψίχα του

και πετούν για τον ουρανό.

Και το κακό πάει λέγοντας.

 

Το παράξενο σ’ αυτή τη κοσμοχαλασιά   είναι το πρωί.

Κάθε πρωί κατεβαίνεις φωτιά με αλεξίπτωτο

σ’ αυτή την έρημο για να πεις καλημέρα

στις χίλιες μεταμορφώσεις μου.

 

Η ΒΡΟΧΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Βρέχει, όπως στις ρωσικές ταινίες.

 

Ο ουρανός έσπασε.

Ρίχνει στρατηγούς και διαβόλους.

Ακούω τα παγωμένα φώτα

των αυτοκινήτων να κατεβαίνουν.

 

Οι καπνοί των τραγουδιών σου

δεν συγκινούν αυτόν που εξουσιάζει.

Φέρνει και ανάβει τη νύχτα

για να ζεστάνει τα γένια του.

 

Φοβάσαι.

 

Λίγο ακόμη να κρατήσει η βροχή   θα σβήσει ένα πουλί.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

 

 

ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Εδώ που είμαι φέγγει ο άνεμος.

 

Ο τοίχος άσπρος και μακρύς σαν επίδεσμος.

Σκόρπια μυαλά και χυμένη χλωροφύλλη.

 

Οι ξένοι τραβάνε φωτογραφίες για ενθύμιο.

Το διάφραγμα πάγωσε στον ήλιο.

Όλες οι φωτογραφίες ένα τετράγωνο μαύρο   και τίποτε άλλο.

 

Τα χεράκια σου σφιγμένα   αναπνέουν με μεγάλες παύσεις.

 

Εδώ που είμαι ο άνεμος τρέμει    σαν νερό.

 

ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ

Τώρα βολέψου όπως μπορείς

σ’ αυτό το μέρος με τα ρολόγια σου

και το σκουριασμένο ουρανό.

Κάνε ένα ζεστό μπάνιο

να φύγει από πάνω σου    ο θάνατος.

 

Ο θάνατος, άλλη ιστορία κι αυτή.

 

Τη στιγμή που καθαρίζεις το λουτρό   - το μαυσωλείο σου –

 

Αυτή είναι η Νιόβη που μ’ ένα φακό

περνά τη σπηλιά, για να βρει τη σιωπή της.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

 

 

Ο ΚΟΣΜΟΣ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Εκκλησιαστική μουσική με ζώνει σα φίδι

και ανοίγει η άδεια πεδιάδα η βεντάλια   ο νους μου.

Τρέμω.

Πιάνω το λωτό σου, την κοιλιά σου

και βλέπω τους απογόνους μου να περνάνε

την πεδιάδα και το ποτάμι και να μου χαμογελάνε

με επιείκεια για τα εγκλήματα που δεν κατόρθωσα.

Τρέχει το φως.   Τρέχει το νερό.

Όποιο προλάβει θα με κάψει.

Πράσινη υγρασία η φωνή σου με καλεί

πάλι μέσα στη μουσική των αγρίων

με τύμπανα βελούδινα, πολλά τύμπανα.

Ένα - ένα φεύγουν όλα.

Μένει η τρέλα σου ένας λευκός ελέφαντας μόνος.

Ανεβαίνεις και γυρνάς τώρα οπλισμένη στο πλήθος.

Δένδρα αναδύονται στον αέρα – προσέχεις μην πατήσεις ούτε ένα φύλλο

Από την άλλη μεριά περνά ο Καρυωτάκης με μαύρο κουστούμι

και καθαρό κολάρο.

Αυτή η καθολική ισορροπία σε κούρασε.

Τραβάω την κουρτίνα και κάνω μια απότομη κίνηση

με το μικρό μου δάχτυλο.

Και στον φέρνω τον κόσμο άνω κάτω.

Έτσι για γούστο, δηλαδή για το χατίρι σου.

Για να μη λυπάσαι και κατεβάζεις τα μάτια

στον κάτω κόσμο τον αληθινό.

 

ΜΙΚΡΟΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ

Η θάλασσα κατεβαίνει    από πολύ ψηλά.

 

-Ο προσωπικός μου ανακριτής

ρωτάει επίμονα γιατί δεν χρησιμοποιώ

το κίτρινο χρώμα στη δουλειά μου –

 

Λοιπόν η θάλασσα από την άλλη μεριά

είναι σιδερένια με ξερές λάσπες,

γρήγορες πατημασιές

και κόκαλα – πες ηρώων να ξεμπερδεύουμε –

 

Ακόμα υπάρχουν τρένα που πηγαίνουν σιγά

για να βλέπεις τη φύση να ανοίγει τα φτερά της.

 

Τώρα τι κάθομαι και τα λέω αυτά.

Είναι γνωστό ότι στις υπό ανάπτυξη χώρες

τα ξενοδοχεία βάφονται κίτρινα.

Επίσης η ένδειξη «προσοχή η περιοχή βρίθει καρχαριών  κλπ»

έχει κόκκινα γράμματα.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

 

 

Η ΑΝΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975):

Με μια δεκάρα στα δόντια

βυθίζεται στη μέρα,   το ενυδρείο σου.

Κατεβαίνεις πέτρινη βαριά σαν την πατρίδα μου.

Ή καλύτερα άδεια μπουκάλα κατεβαίνεις.

Μπορείς ακόμα και βλέπεις δυο πουλιά   να λάμπουν στο φως.

Αγνοείς τη νύχτα που κατρακυλά

ίσια στο κεφάλι σου σφυρίζοντας.

Δεν καταλαβαίνεις και χαμογελάς   στη λάβα που έρχεται.

 

Παίζεις μ’ ένα ξυράφι    στα δάχτυλα.

 

ΤΑ ΝΥΧΙΑ

Αυτά τα νύχια θα με τρελάνουν οπωσδήποτε.

Τα κόβω κι αμέσως μεγαλώνουν – ιδίως τώρα

την άνοιξη δεν υποφέρονται –

Λένε: μεγάλα νύχια – μεγάλα ταξίδια.

Δεν τα θέλω τα ταξίδια.   Θέλω να ξέρω πού βρίσκομαι τώρα.

 

Μεγαλώνουν συνέχεια, γεμίζουν το δωμάτιο

μαγκώνουν τις πόρτες, μ’ εμποδίζουν στο φαγητό,

στην τουαλέτα, στο δρόμο.

Το κυριότερο όμως είναι ότι δεν μπορώ   να σ’ αγκαλιάσω.

Μόλις πάω να σ’ αγγίξω   τυλίγομαι γύρω σου, σε ματώνουν.

 

Τα χώνω στις τσέπες   σχίζουν το παντελόνι

βγαίνουν έξω.

 

Τώρα θα μου πεις: εδώ χάνεται ο κόσμος   για νύχια θα μιλάμε;

Να τα πάλι, μεγαλώνουν σαν τις νύχτες.

Σκέφτομαι να κόψω τα χέρια μου για να ησυχάσω.

Αλλά είναι βέβαιο, θα φυτρώσουν στην πλάτη μου

-θα βρούνε διέξοδο –

 

Το κυριότερο όμως είναι ότι δεν μπορώ    να σ’ αγκαλιάσω

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

 

 

ΤΟ ΟΠΤΙΚΟ ΝΕΥΡΟ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Επειδή τα μάτια βλέπουν τη μουσική

και ακούνε το τοπίο να βουλιάζει στον ήλιο.

Με άλλα λόγια   επειδή είμαι γυάλινος

και φαίνεσαι μέσα μου κάμπια

που ετοιμάζεται να γίνει ψυχή και να φύγει.

Ακόμη γιατί δεν ξέρω καμιά προσευχή

για να τα εμποδίσω όλα αυτά

και ο έξω κόσμος είναι μια υγρασία

που σου τρώει τα κόκαλα.

Γι’ αυτό δεν βλέπω τίποτα.

Μόνο ξεδιπλώνω τον ουρανό

και φεύγω   συνέχεια φεύγω.

 

ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ

Υποχώρησα ως την τελευταία ζωή μου

ως το τελευταίο καλώδιο.

Σ’ ένα προκαθορισμένο τετράγωνο

με λίγο νερό και ένα κλειδωμένο τοπίο

με πέτρες – που όση ποίηση και αν βάλεις

δεν πρόκειται ποτέ να πετάξουν –

πέτρες ξερές ξεβαμμένες σαν τα λόγια μου

και δίπλα η βλάστηση οργιάζει.

 

Μια τρέλα βγαίνει από τα μαλλιά μου   καπνίζοντας

και από πάνω βρέχει.

-Μέχρι να στεγνώσουν θα ’χω πεθάνει –

 

Η αγάπη μου ακρίδα στην έρημο

δεν ξέρει τίποτα για τις πυρηνικές δοκιμές

 

Ο τύραννος στον κήπο κρεμασμένος

με την κοντινή φωνή του   έξω απ’ το στόμα.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

 

 

ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΗ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Απαλός Ιούνιος μήνας

και τα φεγγάρια πέφτουν βροχή στο δωμάτιο.

Δροσερή πράσινη νύχτα με πολλά φύλλα

ακουμπάει στον ώμο σου και μ’ αγαπάς.

 

Ο σκύλος μυρίζεται τους δολοφόνους    και μουγκρίζει.

 

Ένα λαϊκό τραγούδι ξεφλουδίζει τη νύχτα.

 

Η πραγματικότητά όμως είναι άλλη.

 

-Χθες μεσημέρι ένας άνθρωπος

άνοιξε το μπαλκόνι και ρίχτηκε στην άσφαλτο –

 

Ο ΦΟΒΟΣ ΦΥΛΑΕΙ ΤΑ ΕΡΗΜΑ

Έρπει το πράσινο στο δωμάτιο   και φοβούνται τα έπιπλα.

 

Οι ρίζες των μαλλιών σου δεν ξέρουν τίποτα

για τη  μοναξιά του δέρματός μου.

Βαθύζωνη,   ελικόφρυδη, σε είπε ο Όμηρος.

Μόνο για τα μικρά σου στήθη

δεν είπε τίποτα και μου τρυπάνε τα χέρια.

Αυτός ο ουρανός από πετρέλαιο με εμποδίζει

να περάσω απέναντι, να τρέξω στη χλόη

 

και μετά να κοιμηθώ – βαθύζωνη – να πεθάνω

με το κεφάλι μες το νερό και παραπέρα

οι κυνηγοί να χτυπάνε τις πάπιες

με ομαδικές ομοβροντίες.

Όλα να γίνονται πράσινα σαν μούχλα

και οι κυνηγοί να φωνάζουν πράσινα   στις πράσινες πάπιες…

Γι’ αυτό ο Φραντς Κάφκα τα Σαββατοκύριακα   δεν πήγαινε πουθενά.

Καθότανε σε μια πολυθρόνα   με το λίγο κορμί του γυμνό

κι έπινε γάλα κοιτάζοντας το δωμάτιο μέσα.

 

Ξέρεις πολύ καλά τι μεγάλο αστείο   είναι το σύμπαν.

Μόνο που δεν γελάς.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

 

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Βουτάς τις λέξεις στο μελάνι

και μετά τις καταπίνεις βουβά

-να πάνε στο διάβολο να ησυχάσεις –

 

Κατεβαίνεις στο πηγάδι.

Ένα κόκκινο άλογο

τρέχει αλαφιασμένο   γυρεύοντας νερό.

Ψηλαφίζεις τη γυναίκα.

 

Από πάνω ο ουρανός

κοιλιά ψαριού γλιστράει.

 

Ο χρόνος σπάει τις πόρτες

και βγαίνει σε μεγάλα συμπαγή κομμάτια

 

ΛΟΙΠΟΝ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΤΑ ΜΥΡΙΣΤΗΚΕ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΚΑΙ ΗΠΙΕ ΤΟ ΚΩΝΙΟ ΓΙΑ ΝΑ ΗΣΥΧΑΣΕΙ ΜΙΑ ΩΡΑ ΑΡΧΥΤΕΡΑ

Έτσι τρίζουν τα όνειρα και ο ύπνος γίνεται χίλια κομμάτια,   γίνεται άλλο πράγμα:    ας πούμε άλλα όνειρα.    Τα ίδια πάθαινε κι ο Σωκράτης, αλλά αυτός ήπιε το κώνειο και ησύχασε – μόνο που δεν κάπνιζε –   Πράσινα μεγάλα φύλλα τα λόγια σου,   ίσκιος και δροσιά τα μάτια σου.   Ησυχία. Τόση ησυχία που τα μικρά ζώα πέθαιναν χαρούμενα και χορτάτα.    Ούτε κυνηγοί – ούτε όπλα.    Και κει που λέγαμε ότι η μονόχρωμη ησυχία θα κρατήσει, μπήκανε οι άλλοι.    Λοιπόν ο Σωκράτης τα μυρίστηκε όλα αυτά και ήπιε το κώνειο για να ησυχάσει μια ώρα αρχύτερα   [ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΗΜΩΝ ΠΡΟΓΟΝΟΙ από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

Παρασκευή, 23 Ιουλίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ